- μένι
- μένι, τὸ (Μ)1. παρακώλυση, απαγόρευση2. φρ. «κάνω μένι» — αποτρέπω, εμποδίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. men].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμενίτας — λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης god of the harbour fem acc pl λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης god of the harbour fem nom sg (epic doric aeolic) λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης god of the harbour masc acc pl λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης god of the harbour masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενιτῶν — λῑμενῑτῶν , λιμενίτης god of the harbour fem gen pl λῑμενῑτῶν , λιμενίτης god of the harbour masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενίτης — λῑμενί̱της , λιμενίτης god of the harbour fem nom sg λῑμενί̱της , λιμενίτης god of the harbour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουλόνη-Μπιλανκούρ — (Boulogne Billancourt). Πόλη (107.042 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, νοτιοδυτικό προάστιο του Παρισιού, στον ποταμό Σηκουάνα. Αρχικά ονομαζόταν απλώς Β. αλλά με διάταγμα του 1925 μετονομάστηκε σε Β. Μ. Απέχει από το Παρίσι περίπου 9 χλμ. και… … Dictionary of Greek